ἐμετικοῦ

ἐμετικοῦ
ἐμετικός
provoking sickness
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμετικός — ή, ό (AM ἐμετικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό φάρμακο») νεοελλ. 1. αηδιαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το εμετικό φάρμακο που φέρνει εμετό αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση για έμετο 2. αυτός που παίρνει φάρμακο για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι …   Dictionary of Greek

  • εμετικότητα — η η ιδιότητα τού εμετικού …   Dictionary of Greek

  • στρυχνίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα σπέρματα του στρύχνου του Ιγνατίου (strychnos ignatii) και του Στρύχνου του εμετικού (strychnos nuxvomica). Η δράση της σ. ασκείται εκλεκτικά επί του νωτιαίου μυελού, στο μηχανισμό μετάδοσης των ανακλαστικών με την… …   Dictionary of Greek

  • συρμαϊσμός — ὁ, ΜΑ [συρμαΐζω] η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου αρχ. ο χυμός τού φυτού συρμαία …   Dictionary of Greek

  • αγγοστύρα — Θαμνοειδές της οικογένειας των ρυτιδών, ιθαγενές των δασών του Ορινόκο στη Βενεζουέλα. Λέγεται και αγγοστούρα ενώ η επιστημονική της ονομασία είναι κουσπαρία η τρίφυλλος. Ο φλοιός της α., χυμώδης, μαλακός, πρασινωπός ή καστανοκίτρινος στο… …   Dictionary of Greek

  • κάρυο, εμετικό — Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”